τερέτισμα

τερέτισμα
το, -ατος
1. κελάηδημα.
2. μουρμούρισμα, σιγανό τραγούδι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τερέτισμα — a humming neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερέτισμα — το, ΝΑ [τερετίζω] 1. (για χελιδόνι, αηδόνι και τζιτζίκι) κελάηδημα, ιδίως τρεμουλιαστό 2. απομίμηση τής φωνής χελιδονιού ή τζιτζικιού νεοελλ. σιγανό τραγούδι αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) α) στον πληθ. τερετίσματα «τὰ τῆς κιθάρας κρούματα» β) «ᾠδὴ… …   Dictionary of Greek

  • τερετισμάτων — τερέτισμα a humming neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερετίσμασι — τερέτισμα a humming neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερετίσμασιν — τερέτισμα a humming neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερετίσματα — τερέτισμα a humming neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερετίσματι — τερέτισμα a humming neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλαγή — λαλαγή, ἡ (Α) [λαλαγώ] 1. φλυαρία 2. κραυγή, τερέτισμα πτηνού ή τζίτζικα …   Dictionary of Greek

  • τερετισμός — ο, ΝΑ [τερετίζω] κελάηδημα, τερέτισμα αρχ. (για πλαγίαυλο) γοργή εναλλαγή δύο συνεχών φθόγγων, τρίλια …   Dictionary of Greek

  • τζίτζικας — Oνομασία ομόπτερων εντόμων του γένους τέττιξ, που περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη. Πολύ κοινός στην Ελλάδα είναι ο τέττιξ ο πληβείος (cicada plebeja), μήκους περίπου 40 χλστ., μαύρου χρώματος, στικτού με κίτρινο και καλυμμένος με άσπρο χνούδι ζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”